01 Φεβ Ψηφιακό αποθετήριο έργων Μαθητικού Διαγωνισμού Ευγενείων 2018
ΕΥΓΕΝΕΙΑ 2018
2ος Διαγωνισμός Έκφρασης & Δημιουργίας
με θέμα τον Άγιο Ευγένειο τον Τραπεζούντιο
Ψηφιακό αποθετήριο έργων
Διαγωνισμός Δημιουργίας Ψηφιακού Βίντεο
1ο Βραβείο – ΜΗΤΡΑΓΚΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ & ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Διαγωνισμός Δημιουργίας Ψηφιακού Βίντεο
1ο Βραβείο-ΒΑΓΓΕΛΙΝΟΥ ΑΘΗΝΑ-ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
Διαγωνισμός Ζωγραφικής
1ο Βραβείο-ΜΕΛΙΣΣΑΡΙΔΟΥ ΦΩΤΕΙΝΗ
1ο Βραβείο-ΒΕΡΡΟΥ ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ-ΜΑΡΙΑ
1ο Βραβείο-ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ
2ο Βραβείο-ΒΑΦΕΙΑΔΟΥ ΜΑΡΙΑ
2ο Βραβείο-ΤΖΟΥΡΤΕΒΙΤΣ ΗΛΕΚΤΡΑ
2ο Βραβείο-ΠΑΡΙΣΗ ΜΕΛΙΝΑ
3ο Βραβείο-ΚΑΡΚΑΛΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
3ο Βραβείο-ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
3ο Βραβείο-ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑΝΝΑ
________________________
Διαγωνισμός Ποίησης & Λογοτεχνίας
1ο Βραβείο-ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΗ & ΑΚΥΛΙΝΑ
ΑΓΙΟΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ
Της Τραπεζούντας καύχημα, του Πόντου μας λουλούδι,
απ’την ψυχή μου ξεπηδά για σένα ένα τραγούδι.
Άγιέ μου Ευγένιε, πόσο με έχει εμπνεύσει ο βίος σου,
κι ο αγώνας σου με έχει σαγηνεύσει…
Τον Τρίτο αιώνα που έζησε, είχε διωγμούς και βία
κι έψαχναν για τους χριστιανούς με λύσσα και μανία.
Μα εκείνος δεν πτοήθηκε, δε δείλιασε στιγμή
και τον Χριστό μας κήρυττε με πίστη περισσή.
Κάνδινος, Ουαλεριανός, Ακύλας και Ευγένιος,
διδάσκαλοι του Λόγου Του και φίλοι ως το τέλος.
Τέτοιες φιλίες άγιες μακάρι να ‘χάμε όλοι
και θα γινόταν οι καρδιές των αρετών περβόλι…
Ζήλεψε όμως ο πονηρός κι έστειλε κάποιους άλλους
που πρόδωσαν στον έπαρχο τους άγιους διδασκάλους.
Κι οι τρεις του φίλοι πιάνονται, τους πάνε στον Λυσία.
Και ανάκριση, φυλάκιση, μαστίγωμα με βία…
Ο Ευγένιος καταφύγιο βρίσκει σε μια σπηλιά,
κάπου στο δάσος, μοναχός, κρύβεται μακριά.
Μα ξάφνου εμπρός του φάνηκε ο ίδιος ο Χριστός,
του ‘δωσε δύναμη πολλή για να σταθεί ορθός:
«Ευγένιε, μη σκιάζεσαι και μη λιποψυχήσεις !
Μη φοβηθείς την πίστη σου να την ομολογήσεις!
Κι ο Άγιος πήρε δύναμη και στον Θεό του ψάλλει.
Να όμως που ο πειρασμός τον δοκιμάζει πάλι!
Τυχαία μια περαστική ακούει την ψαλμωδία
και σπεύδει ευθύς στον έπαρχο για την καταγγελία.
Έτσι, τον συλλαμβάνουνε και τον κακοποιούνε
κι αμέσως σε μια φυλακή υγρή τον οδηγούνε.
Μα εκείνος με δοξαστικά τον Πλαστουργό του υμνεί,
ειρήνη έχει μέσα του κι ας είναι φυλακή…
Την άλλη μέρα οι φύλακες τον φέρνουν στον Λυσία
που τον προτρέπει στους θεούς να κάνει μια θυσία.
Αν θυσιάσει, τη ζωή ευθύς θα του χαρίσει,
και ο Ευγένιος δέχεται να τον ακολουθήσει.
Μα μόλις μπαίνουν σε ναό με είδωλα γεμάτο
τ’αγάλματα διαλύονται, κομμάτια πέφτουν κάτω.
Η δύναμη της προσευχής τα έχει θρυμματίσει
και τα δαιμόνια εκλιπαρούν τον Άγιο να τ’ αφήσει.
Και ο Λυσίας άμεσα διατάζει τιμωρία,
μα ο Ευγένιος δε λυγά, στέκει με παρρησία
Τότε, μια κάμινος φρικτή που στέκει πυρωμένη
τους φίλους και συναθλητές αμέσως περιμένει.
Και στη φωτιά τους ρίχνουνε, την πόρτα τους σφαλίζουν,
τα σώματά τους σίγουρα θαρρούν πως καψαλίζουν.
Μα του Κυρίου άγγελος το πυρ έχει σιγάσει
και με τα ολόλευκα φτερἀ όλους έχει σκεπάσει.
Κι όταν οι δήμιοι έρχονται τρεις μέρες πιο μετά,
πτώματα δεν αντίκρισαν, μα θαλερά κορμιά.
Και μπρος στο ανεξήγητο θαύμα το ζωντανό,
οι τρεις δήμιοι επίστεψαν αμέσως στον Χριστό.
Μα ο Λυσσίας λύσσαξε, τον έπιασε μανία,
και τα κεφάλια όλων τους αφαίρεσε με βία.
Εκτός απ’τον Ευγένιο, που είπαν να σταυρωθεί
και έβαλαν σ’έναν σταυρό μέσα στη φυλακή.
Μα κι άλλο θαύμα έγινε ! Και άγγελος Κυρίου
έλυσε πάλι τα δεσμά του Αγίου Ευγενίου.
Και οι πληγές του έκλεισαν κι οι συγκρατούμενοί του
πίστεψαν τότε στον Θεό, Πλάστη και Λυτρωτή του !
Έτσι, με νέα εντολή, δίχως χρόνου σπατάλη,
διέταξαν και του Ευγενίου να πάρουν το κεφάλι.
Κι ο μάρτυς ο πολύπαθος είχε πια αποδημήσει
για του Χριστού την αγκαλιά που τόσο είχε αγαπήσει.
Κι εικοσιμία του μηνός, του Ιανουαρίου
γιορτάζουμε την κοίμηση του Αγίου Ευγενίου.
Συμπατριώτες του έκλεψαν το άγιό του σώμα,
στης Τραπεζούντας το έθαψαν το ιερό το χώμα.
Κι υψώθηκε εκεί ναός προς δόξα και τιμή
στον τόπο που μαρτύρησε σε ανάμνηση τρανή.
Κλαίει όμως και οδύρεται κάθε ευσεβής ψυχή
που ο ναός του Αγίου μας σήμερα είναι τζαμί…
Άγιέ μου, σκύβω ταπεινά, τη χάρη σου ζητάω,
στα βήματά σου εμπνεύστηκα κι εγώ να περπατάω
Θέλω πολύ ν’αγωνιστώ, να έχω παρρησία,
να ομολογήσω τον Χριστό με κάθε ευκαιρία!
Δεν έχει δήμιους σήμερα, κάμινο και σταυρό,
μα με άλλους τρόπους κυνηγούν τον κάθε χριστιανό…
Τους πειρασμούς, βοήθα με, να αντιμετωπίζω,
φρόνημα να ΄χω ηρωικό και όχι να λυγίζω!
Στάσου στο πλάι μου, Άγιε, και γίνε μεσιτεία,
ὠσπου να φτάσω στου Χριστού τη θεία Βασιλεία!
______________________________________________
Διαγωνισμός Ποίησης & Λογοτεχνίας
1ο Βραβείο -ΛΥΚΟΥΡΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΕΥΓΕΝΙΟ
Στου Πόντου τις ψηλές κορφές
και στις γαλάζιες τις ακτές
ένα παιδί γεννιότανε
και το μέλλον του γραφότανε
να τιμήσει του Χριστού την πίστη την αγία
και γι’αυτή να δώσει μαρτυρία.
Ευγένιο το λέγανε
και όλοι το λατρεύανε
για την περίσσια την αγάπη στη θρησκεία του
που κράταγε βαθιά στα στήθη του
Τη ζωή του δε λογάριαζε
και με θάρρος ομολόγησε
πως είναι Χριστιανός
και ο Διοκλητιανός είναι εχθρός
Το αίμα του ζεστό ευθύς τη γη ποτίζει
και πάνω στο σταυρό αιώνια
ο λόγος του Χριστού ανθίζει
μάσα απ’ την νεανική ψυχή
που πάντα κοντά μας ζει.
______________________________________________________
Διαγωνισμός Ποίησης & Λογοτεχνίας
1ο Βραβείο-ΤΣΕΛΙΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
Τα ξημερώματα της 21ης Ιανουαρίου.
Ο Ευγένιος έσερνε τα πόδια του στο χιόνι, η ανάσα του έβγαινε βαριά και σχημάτιζε ένα συννεφάκι μπροστά του. Δεν έκανε καμία κίνηση για να τινάξει το χιόνι που είχε καθίσει στους ώμους του και πάνω στο σκουφί του από φόβο μήπως το τόσο σημαντικό φορτίο που κρατούσε, πέσει και χαθεί στο χιόνι.
Τα φώτα του σπιτιού του, όταν επιτέλους πλησίαζε, του έδωσαν δύναμη να πάει πιο γρήγορα, κρατώντας σφιχτά το πακέτο στον κόρφο του μέχρι που έφτασε στην πόρτα. Την χτύπησε με την μύτη του ταλαιπωρημένου του παπουτσιού τρεις φορές κοφτά και περίμενε. Ύστερα από λίγο άνοιξε η πόρτα, εμφανίστηκε η μαμά του Ευγένιου, που μόλις είδε τον γιο της τον τράβηξε γρήγορα μέσα:
«Μα γιατί άργησες τόσο;» του είπε ταραγμένη και έκλεισε την πόρτα.
Ο Ευγένιος χωρίς να απαντήσει, περπάτησε και στάθηκε μπροστά στην σόμπα. Είχε ήδη αρχίσει να νοιώθει καλύτερα, αν και κρύωνε λίγο. Για ένα πράγμα ήταν ικανοποιημένος. Είχε μεταφέρει το φορτίο του σώο και αβλαβές!
Ο μπαμπάς του τον αγκάλιασε και τον ευχαρίστησε μπροστά στον γιατρό που του έδωσε και αυτός τα συγχαρητήρια του. Αλλά ο Ευγένιος δεν ήταν ικανοποιημένος που του είπαν μπράβο, αλλά επειδή βοήθησε τον αδελφό του με τα φάρμακα που τον έστειλαν να φέρει από το γραφείο του γιατρού. Ήταν αρκετά μακριά και έξω χιόνιζε πολύ, αλλά ήταν ο μόνος που μπορούσε να πάει. Πριν φύγει η γιαγιά του, του έδωσε ένα μικρό κομποσχοίνι και του το φόρεσε στο χέρι «Να προσέχεις», του είπε, πριν το αγόρι βγει έξω στο κρύο και αρχίσει να τρέχει στο χιόνι. Αυτό το κομποσκοίνι φορούσε και τώρα και χαμογελούσε.
Ο γιατρός μπήκε στο δωμάτιο του αδελφού του και μαζί του και η γιαγιά του. Ο Ευγένιος παρέμεινε στο καθιστικό μαζί με τους γονείς του και περίμενε. Όλοι τους ένιωθαν σαν να κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα! Η μητέρα του έκλαιγε συνέχεια και όποτε ο πατέρας την πλησίαζε και της έλεγε να έχει πίστη και να μην θλίβεται τόσο, εκείνη νευρίαζε, κλεινόταν στον εαυτό της και συνέχιζε το κλάμα της.
Ο γιατρός δεν άργησε να βγει, είχε όμως μια μαραμένη έκφραση στο πρόσωπο του. Τον πλησίασαν με αγωνία και τον ρώτησαν:
«Γιατρέ, τι έγινε;»
«Δεν βλέπω καμία πρόοδο», είπε. «Του έδωσα τα φάρμακα του, τις αλοιφές του…δεν έδειξε καλύτερα από την προηγούμενη φορά. Μάλλον χρειάζεται και άλλο χρόνο» είπε και φόρεσε το παλτό του.
Ο μπαμπάς του αγοριού πλησίασε τον γιατρό και τον έπιασε από το μπράτσο προτού εκείνος βγει έξω. Τον ρώτησε παγερά «πόσο χρόνο υπολογίζεται δηλαδή;» Ο γιατρός τράβηξε το χέρι του και κατεβάζοντας ντροπιασμένος το κεφάλι του, αποκρίθηκε «δεν ξέρω».
Ο πατέρας του Ευγένιου δεν είπε τίποτα, δεν μπορούσε να πει τίποτα! Όλα άρχισαν να θολώνουν και ένιωσε να χάνει την γη κάτω από τα πόδια του! Κοίταξε γύρω του και εντόπισε την σόμπα με την άκρη του ματιού του. Κατευθύνθηκε προς αυτήν με ένα χαμένο βλέμμα. Τέντωσε τα χέρια του και έμεινε εκεί ακίνητος με το βλέμμα καρφωμένο στο πυρωμένο σίδερο. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Και δεν ήθελε να σκεφτεί τίποτα. Ο γιατρός βγήκε από το σπίτι χωρίς να καληνυχτίσει την ταλαιπωρημένη οικογένεια.
Ο Ευγένιος ένιωθε πολύ άσχημα δίπλα στη μητέρα του που δεν σταματούσε να κλαίει και πολύ άβολα δίπλα στον πατέρα του που δεν τον κοιτούσε στα μάτια. Το σκέφτηκε λίγο και αποφάσισε να πάει στο δωμάτιο του αδελφού του. Δεν ήθελε να τον αφήσει μόνο του αυτή την στιγμή. Μπήκε στο δωμάτιο, που ήταν πιο κρύο από το καθιστικό και βρήκε την γιαγιά του γονατισμένη δίπλα στο προσκέφαλο του αδελφού του. Η γιαγιά κουλουριάστηκε στο πάτωμα με τα χέρια της σταυρωμένα στο μέτωπο της, τα χείλη της κινιόντουσαν ασταμάτητα, χωρίς όμως να βγάζουν κάποιον ήχο. Προσευχόταν!
Ο Ευγένιος έκλεισε την πόρτα και γονάτισε δίπλα της. Από σεβασμό δεν είπε τίποτα μόνο έβγαλε το κομποσκοίνι από το χέρι του και άρχισε να λέει σιγανά την ευχή «Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον». Ύστερα από λίγο ένιωσε ένα ζευγάρι μάτια να τον καρφώνουν. Γύρισε το κεφάλι του και είδε την γιαγιά του να τον κοιτάζει με μάτια φωτεινά! «Αν σε έβλεπε κανείς θα έλεγε πως είσαι ολόκληρος άντρας και όχι δώδεκα χρονών παιδάκι!» του είπε με αγάπη και ο Ευγένιος κοκκίνισε αμέσως, μιας και αυτή ήταν η πρώτη φορά που κάποιος του έλεγε πως έμοιαζε με ολόκληρο άντρα!
«Πως είναι ο Μιχάλης;» ρώτησε. Η έκφραση της γιαγιάς του σοβάρεψε αμέσως. Συνοφρυώθηκε και του είπε με παράπονο στην φωνή «ανεβάζει πυρετό. Αυτή η βδέλλα τον έχει τυραννήσει πάρα πολύ. Απορώ, πώς και δεν πρόσεξε καθόλου; Δεν ήξερε ότι άμα πίνεις από ποταμάκια κινδυνεύεις να καταπιείς και καμμία βδέλλα μαζί;»
«Ήταν η άτυχη στιγμή γιαγιάκα μου» δικαιολόγησε ο Ευγένιος τον αδελφό του και της έσφιξε ενθαρρυντικά το χέρι.
«Το ξέρω», μουρμούρισε εκείνη, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. «Είναι και αυτός δυνατός, σαν τον συνονόματο τον παππού του», χαμογέλασε πικρά και βούρκωσε στην θύμηση του άντρα της.
Ο Ευγένιος είχε ακούσει πολλές ιστορίες για τον παππού του. Μέχρι και σήμερα η γιαγιά τους τρελαινόταν να τους διηγείται για τις σκανταλιές που έκανε, όταν ήταν μικρός και για το πως κλεφτήκανε, όταν ήταν νέοι. Όλοι γελούσαν στο τέλος με δάκρυα στα μάτια. Είχε αυτό το χάρισμα η γιαγιά τους, να τα αφηγείται όλα με τόσο αστείο και ζωντανό τρόπο, που δεν σε άφηνε να βαρεθείς μια ιστορία όσες φορές και αν την άκουγες. Φυσικά, η γιαγιά προτιμούσε να μην τους μιλάει πολύ για τις δυσκολίες που περάσανε, για τον αγώνα που δώσανε με την ανταλλαγή πληθυσμών και για την απώλεια του παππού.
Η Τραπεζούντα ήταν η μόνη πόλη που είχαν δει. Εκεί είχαν ζήσει οι γονείς της και οι παππούδες της πριν από αυτήν. Αγαπούσε πολύ τον Άγιο Ευγένιο και πάντα αυτόν επικαλούνταν, όποτε είχε πρόβλημα. Όλα όμως άλλαξαν όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πατρικά τους εδάφη. Βρέθηκαν σε έναν άγνωστο τόπο, όπου αντί να θεωρούνται Έλληνες, όλοι τους αντιμετώπιζαν σαν τουρκόσπορους, ανεπιθύμητους.
Αυτά και άλλα πολλά τα είχε ακούσει ο Ευγένιος από την μητέρα του. Η μαμά του ήταν ακόμα μικρή, αλλά τα θυμάται όλα σαν να ήταν χθες! Του είχε μιλήσει για την έχθρα με την οποία τους αντιμετώπιζαν όλοι καθημερινά, για την κούραση που την έκανε να νοιώθει «μισή» και για τα άλλα βάσανα που τους βρήκαν, αφότου πέθανε ο πατέρας της, ο παππούς του. Η μητέρα του μπορεί να μην το είχε παραδεχτεί, αλλά ο Ευγένιος κατάλαβε ότι όλα όσα είχε τραβήξει, πλήγωσαν βαθειά την ψυχή της, τόσο βαθειά, που ο μικρός Ευγένιος ανησυχούσε μήπως τελικά η μητέρα του δεν θεραπευτεί ποτέ.
«Ξέρεις μικρέ μου», τον έβγαλε από τις σκέψεις του η απαλή φωνή της γιαγιάς του, «δεν πρέπει να στεναχωριόμαστε». «Ο Άγιος Ευγένιος είναι ο καλύτερος γιατρός! Θεραπεύει τόσο το σώμα, όσο και την ψυχή και μάλιστα χωρίς να ζητάει χρήματα για αντάλλαγμα. Τι να τα κάνει άλλωστε εκεί κοντά στον Θεό που βρίσκεται; Μαζί με τους αγγέλους, τον Χριστό και την Παναγία; Πάντα πίστευα ολόψυχα σε αυτόν και θα συνεχίσω να το κάνω! Οι γιατροί που φέρνουν εδώ μέσα δεν μπορούν να κάνουν και πολλά. Οι δυνάμεις τους είναι περιορισμένες. Καλύτερα να δίνει κανείς τις ελπίδες του στον Θεό παρά στους γιατρούς!».
«Ξέρεις», συνέχισε η γιαγιά, «η μητέρα σου ήθελε να βάλουμε τον πρωτότοκο γιο της, Ευγένιο προς τιμήν του πολιούχου της πόλης μας, αλλά αρνήθηκα. Προτίμησα να δώσουμε στο παιδί το όνομα του κύρη μου, παρά του Αγίου. Δεν το έκανα από κακία, αλλά από φόβο και πόνο. Ακόμα η πληγή του ξεριζωμού δεν είχε κλείσει και κάθε αναφορά στον πολυαγαπημένο μου τόπο με έκανε να βουρκώνω.
«Έκανα λάθος όμως και το πλήρωσα ακριβά. Η κόρη μου αρρώστησε πολύ άσχημα και οι γιατροί είπαν, ότι το πιο πιθανόν για αυτήν ήταν να μείνει στείρα. Πόσο στεναχωρήθηκε το παιδί μου σαν το έμαθε!»
Ο Μιχάλης άρχισε ξαφνικά να βήχει και να τραντάζεται, διακόπτοντας την αφήγηση. Η γιαγιά έσπευσε να πιάσει γρήγορα ένα πανί και σκούπισε το αίμα από τα χείλη του, το πηγούνι του και το αριστερό του μάγουλο. Ο Ευγένιος ένοιωσε να ανατριχιάζει. Ο αδελφός του άνοιξε λίγο τα μάτια του, αλλά τα έκλεισε σχεδόν αμέσως, νικημένος καθώς ήταν από την κούραση. Η γιαγιά του κάθισε πάλι κάτω στα γόνατα της και ακούμπησε το λερωμένο μαντίλι δίπλα της. Πήρε μια βαθειά ανάσα και συνέχισε:
«Ήταν πολύ δύσκολες οι μέρες που ακολούθησαν. Ήμουν σίγουρη πως εγώ έφταιγα για το κακό που βρήκε την κόρη μου, γιατί είχα ταυτίσει τον Μεγαλομάρτυρα με την πόλη μου. Είχα τύψεις και ενοχές , αλλά πάνω από όλα, είχα μετανοιώσει!»
«Άρχισα να προσεύχομαι συνέχεια στον Άγιο και να του ζητάω συγγνώμη για την στενομυαλιά μου. Ακόμη θυμάμαι πόσο με πονούσε το κεφάλι μου από το κλάμα, θυμόμουν όμως τα δακρυσμένα μάτια του παιδιού μου και νέα δάκρια έκαναν την εμφάνιση τους, μην αφήνοντας με σε ησυχία. Η αλήθεια όμως είναι, ότι δεν ήθελα να ησυχάσω. Ένιωθα τύψεις και πίστευα ότι μου άξιζε να υποφέρω.»
«Μπορεί και να μεγαλοποιώ τα πράγματα και να υπερβάλω, αλλά έτσι ένιωθα. Μερικές φορές αξίζει να υποφέρεις λίγο παραπάνω για να σε ακούσει ο Θεός. Εμένα πάντως με άκουσε. Δεν πέρασε χρόνος και η κόρη μου θεραπεύτηκε! Σύντομα μάλιστα έμεινε έγκυος και το δεύτερο παιδί της, το ονομάσαμε Ευγένιο, χωρίς δεύτερη σκέψη! Τα παρακάλια μου τελικά εισακούστηκαν από τον Άγιο και συγχωρέθηκα».
Ο Μιχάλης έβηξε λίγο ακόμα και νέο αίμα έσταξε από το στόμα του. Η γιαγιά τον σκούπισε για άλλη μια φορά. Το αγόρι άνοιξε τα μάτια του και της είπε με αχνή φωνή «σε ευχαριστώ». Τα βλέφαρα του έκλεισαν για άλλη μια φορά και ο Μιχάλης βυθίστηκε σε έναν ακόμα ύπνο χωρίς όνειρα.
«Μου τον θυμίζεις τόσο πολύ» ψέλλισε η γιαγιάκα στον εαυτό της και γονάτισε για άλλη μια φορά στην γη. Προσευχήθηκε για άλλη μια φορά στον Άγιο πιο ξαλαφρωμένη αυτή την φορά. Έτσι ένιωθε. Ανάλαφρη. Είχε πει όλα όσα την βάραιναν και τώρα μπορούσε να αφεθεί στην γλύκα της προσευχής, χωρίς να τυραννιέται από τις αναμνήσεις της.
Ο μικρός Ευγένιος σηκώθηκε όρθιος και αφού χαμογέλασε γλυκά στην γιαγιά του, που είχε κουλουριαστεί σαν μικρή μπαλίτσα δίπλα στον αδελφό του, βγήκε έξω νοιώθοντας και εκείνος με την σειρά του πιο ανάλαφρος. Βγήκε έξω και κοίταξε τριγύρω τους γονείς του. Τους είδε να στέκονται λίγο πιο μακριά από την σόμπα και να συζητάνε με μια μαυροφορεμένη φιγούρα που είχε γυρισμένη την πλάτη σε εκείνον. Η φιγούρα φορούσε ένα μαύρο ψηλό καπέλο και κρατούσε κάτι στα χέρια του. Το κατάλαβε από το στήσιμο των χεριών του και των ώμων του. Ο Ευγένιος τους πλησίασε χαμογελαστός, ένιωθε σαν να πετούσε, λες και τα πόδια του δεν πατούσαν στο πάτωμα του φτωχικού του σπιτιού. Στα σύννεφα ίσως…
Όταν έφτασε αρκετά κοντά τους η φιγούρα γύρισε ασυναίσθητα προς το μέρος του και ο Ευγένιος αναγνώρισε τον παπάΚοσμά, τον ιερέα της ενορίας τους. Τραπεζούντιος και αυτός! Τα μάτια του ζαρωμένου ιερέα φωτίστηκαν μόλις είδε το μικρό αγοράκι και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στις άκρες των χειλιών του. Έσκυψε και του χάιδεψε το κεφάλι.
«Θα γίνει καλά ο αδελφός μου πάτερ;» ρώτησε με παιδική αθωότητα. Ο ιερέας δεν κόμπιασε, ούτε και δίστασε να του απαντήσει. «Να είσαι σίγουρος για αυτό μικρέ μου. Ο αδελφός σου θα γίνει καλά. Θα τον θεραπεύσει ο Άγιος Ευγένιος με την δύναμη του Θεού. Ξέρεις τι είναι αυτό;» τον ρώτησε και του έδειξε το αντικείμενο που κρατούσε τόσο προστατευτικά. Ήταν ένα βαζάκι με λάδι μέσα, το χρυσαφί υγρό φαινόταν ακόμα πιο όμορφο έτσι όπως το χτυπούσε το φως της λάμπας.
«Είναι λάδι», αποκρίθηκε ο Ευγένιος.
«Είναι λάδι, αλλά από το καντήλι του Αγίου Ευγενίου! Είναι μεγάλη ευλογία, θα βοηθήσει τον Μιχάλη.» Ο ιερέας σηκώθηκε όρθιος και έφτιαξε το καλυμμαύχι του. «Εγώ θα πάω μέσα. Θες να έρθεις» ρώτησε με καλοσύνη τον μικρό Ευγένιο ο παπα-Κοσμάς.
«Θα έρθω εγώ μαζί σας πάτερ», βιάστηκε να απαντήσει ο πατέρας του Ευγένιου. Εσύ μείνε εδώ με την μητέρα σου. Εντάξει.» του είπε και έτρεξε να προλάβει τον παπα-Κοσμά που είχε ήδη μπει στο κρύο δωμάτιο του άρρωστου.
Ο Ευγένιος έμεινε μόνος με την μαμά το στο καθιστικό. Εκείνη έδειχνε να είναι χειρότερα από όλους! Εκείνος ήθελε να κάνει κάτι, ο,τιδήποτε για να της φτιάξει το κέφι, αλλά ήξερε πως εκείνη απλά θα κλειστεί περισσότερο στον εαυτό της. Και δεν το ήθελε αυτό. Ένοιωσε να πατάει ξανά στην γη και να εξατμίζεται όλη η χαρούμενη διάθεση μαζί με εκείνη την γλύκα. Αμέσως ένοιωσε να καταρρακώνεται και άρχισε να κλαίει!
Τρανταζόταν ολόκληρος από τους λυγμούς και είχε σφίξει τα χεράκια του σε μπουνιές, τα δάκρια έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια του και άρχισε να τρέμει. Η μητέρα του έσκυψε μπροστά του και τον έκλεισε στην αγκαλιά της. Και εκείνη έτρεμε πολύ περισσότερο από τον Ευγένιο! «Μην κλαίς μωράκι μου, μην κλαίς» του ψιθύριζε στο αυτί ανάμεσα στα δικά της αναφιλητά. Έμειναν για λίγη ώρα αγκαλιασμένοι να κλαίνε σιωπηλά.
Το αγόρι δεν έκανε καμία κίνηση για να αγκαλιάσει την μαμά του. Προσπαθούσε να ηρεμίσει τον εαυτό του και να σκεφτεί λογικά. Τα λόγια της γιαγιάς του «τα παρακάλια μου τελικά εισακούστηκαν από τον Άγιο και συγχωρέθηκα» τον βοήθησαν να συνέλθει. Δεν υπήρχε λόγος να κλαίει. Έσπρωξε μαλακά την μαμά του από πάνω του και της είπε σκουπίζοντας τα μάτια του:
«Δεν κάνει να κλαίμε μανούλα, δεν πρέπει. Ο αδελφός μου θα γίνει καλά. Το ξέρω. Θα τον κάνει καλά ο Άγιος μανούλα». Η μητέρα του τον κοίταξε σκυθρωπή και σηκώθηκε όρθια. Το βλέμμα της ήταν άγριο, κρύο και απόμακρο.
«Γιέ μου», του είπε «μην γίνεσαι τόσο απόλυτος. Οι γιατροί έχουν κάνει ό,τι καλύτερο μπορούν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το είδες και μόνος σου ότι έχουμε δοκιμάσει τα πάντα, αλλά εκείνη η βδέλλα δεν έχει αποβληθεί ακόμα από το σώμα του Μιχάλη. Τώρα το μόνο που μας έχει μείνει είναι οι προσευχές της μάνας μου και το λάδι από το καντηλάκι που έφερε μαζί του ο πάτερ. Λες και θα καταφέρουν αυτά κάτι περισσότερο;»
«Παιδάκι μου, πρέπει να πάψουμε να ακροβατούμε σε ένα λεπτό σκοινί τόσο ψηλά από το έδαφος. Να λογικευτούμε επιτέλους. Μερικά πράγματα δεν σώζονται».
Η μητέρα του απομάκρυνε το βλέμμα της από το δικό του, ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλο της, αλλά ο Ευγένιος δεν μπορούσε να την λυπηθεί. Όχι τώρα, που ήξερε τι είχε μέσα στην καρδιά της. Έσκυψε το κεφάλι και ένοιωσε τα χέρια του να σχηματίζουν πάλι μπουνιές.
«Μα τι είναι αυτά που λες;» της φώναξε και αμέσως σήκωσε το κεφάλι του να την κοιτάξει. Εκείνη τον κοιτούσε ήδη με μια έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπο της. «Αν κάποιος φταίει για ό,τι περνάει τώρα ο Μιχάλης αυτός είσαι εσύ μητέρα. Εσύ και η απιστία σου. Της φώναξε και εκτός εαυτού πήγε και κούρνιασε στο περβάζι του παραθύρου. Ήταν κρύο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ένιωθε να βράζει από οργή. Όλα όσα είχε ακούσει ήταν ενάντια σε αυτά που είχε μάθει από τη γιαγιά του, σε όλα όσα πίστευε. Καινούρια δάκρυα απείλησαν να κάνουν την εμφάνιση τους, αλλά το αγόρι τα σκούπισε με την μπλούζα του. Κάτι σκληρό όμως τον χτύπησε στο μάτι. Κατέβασε το μανίκι μέχρι τον καρπό του και είδε για άλλη μια φορά το μικρό εκείνο κομποσκοίνι. Το έβγαλε χαρούμενος από το χέρι του κι άρχισε να λέει την ευχή:
«Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον». Κάθε κόμπος και μια ευχή.
Σύντομα ένιωσε τα βλέφαρα του να βαραίνουν και αποκοιμήθηκε στο περβάζι του παραθύρου με το κομποσκοίνι στα χέρια και ένα γαλήνιο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπο του.
Για την μαμά του ο χρόνος σταμάτησε. Τα λόγια του μικρού της γιού έπαιζαν σαν κασέτα μέσα στο κεφάλι της. «Εσύ φταις για ό,τι περνάει τώρα ο Μιχάλης, εσύ και η απιστία σου μητέρα». ένοιωσε να ζαλίζεται και έκατσε στο πρώτο σκαμπό που βρήκε μπροστά της. Πολύ ώρα είχε μείνει ο ιερέας μέσα. Και αν το παιδί της είχε πεθάνει και δεν ήθελαν να της το πουν; Εκείνη θα έφταιγε για τον χαμό του; Εκείνη και η απιστία της; Το βλέμμα της έπεσε στην εικόνα της Παναγίας που την κοιτούσε βλοσυρά, αυστηρά. Ανατρίχιασε ολόκληρη και αμέσως τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ήθελε να πέσει στα πόδια της Παναγίας και να ζητήσει συγχώρεση. Ο μικρός της Ευγένιος, με μια κουβέντα που της είπε αμέσως την έβγαλε από την παραζάλη της. Ξάφνου θυμήθηκε τον Άγιο Ευγένιο. Τον είχε αμφισβητήσει, η άπιστη και για αυτό και εκείνος δεν θεράπευε τον γιο της.
Η γυναίκα αμέσως πετάχτηκε όρθια και άρχισε να ψάχνει το παλτό της, εκείνο το ξεθωριασμένο μπεζ παλτό που φορούσε από πάντα σχεδόν. Το βρήκε ακουμπισμένο σε μια καρέκλα δίπλα στο παράθυρο. Εκεί όπου κοιμόταν ο Ευγένιος. Η μητέρα του πάνω στην βιασύνη της δεν του έδωσε καμμία σημασία. Φόρεσε το παλτό της με μια κίνηση, βγήκε έξω στο χιόνι και άρχισε να τρέχει. Στην πλατεία υπήρχε μια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ευγένιο τον Τραπεζούντιο!
Ο Ευγένιος κοιμήθηκε πολύ βαθειά και δεν είδε τη μαμά του όταν βγήκε φουριόζα από το σπίτι, έξω στο κρύο και έπεσε γονατιστή μπροστά στην εικόνα του αγίου Ευγενίου. Δεν την είδε που έκλαψε και ζήτησε συγχώρεση για την απιστία της. Ούτε την γιαγιά του όταν βγήκε από το δωμάτιο του αδελφού του, κρατώντας μια μεγάλη παχιά από το αίμα βδέλλα στο χέρι της. Δεν την άκουσε να ευγνωμονεί τον Άγιο που θεράπευσε τον εγγονό της και άκουσε τις προσευχές τους!
Μόνο ένιωσε δυο χέρια να τον σηκώνουν ψηλά στον αέρα και να τον ακουμπάνε μαλακά στο κρεβάτι του. Τον σκεπάσανε με εκείνη την ζεστή χοντρή κουβέρτα που είχε ακουμπισμένη στην άκρη του κρεβατιού του και ένα απαλό άγγιγμα τον σταύρωσε στο μέτωπο.
Κοιμήθηκε πολύ ήρεμα εκείνη την νύχτα. Ύστερα από πολύ ώρα η μητέρα του γύρισε με πρησμένα μάτια στο σπίτι και έπεσε ευτυχισμένη στην αγκαλιά του γιού της που την περίμενε καθισμένος στο κρεβάτι του. Τότε και ο μικρός Ευγένιος χαμογέλασε ασυναίσθητα στον ύπνο του.
Έξω το χιόνι συνέχισε να πέφτει αργά πάνω στην γη καλύπτοντάς την με τον λευκό μανδύα του. Ξημέρωνε η 21η Ιανουαρίου!