Κύριε τῶν Δυνάμεων…

Οἱ Ἀπόκριες περνούσανε μέ τήν ἀρχοντιά καί τά γλέντια τοῦ κρητικοῦ νοικοκυριοῦ. Μά ἡ Καθαρή Δευτέρα καθάριζε τά πάντα. Οἱ νοικοκυράδες πλένανε τά πιατοτσούκαλα μ’ ἀλουσιές (νερό καί στάχτη) καί ἡ Σαρακοστή ἄρχιζε ἁπλή καί ἀσκητική μ’ ἐλιές, μέ λούμπινα κα παποῦλες. Κάπου-κάπου στά κατωμέρια οἱ φαμελιές τρώγανε καί λίγο χαλβά ἤ ταραμά, μ’ αὐτό ἦταν μιά ἐξαίρεση καί μεγάλη πολυτέλεια. Καί τό βράδυ σάν ἔγερνε ὁ ἥλιος, οἱ καμπάνες ἀργοκτυπούσανε κι ἀρχίζανε τά σπερνά καί οἱ μετάνοιες.

«Ἦρθε ὁ Ντυνάμεος. Πᾶμε ν’ ἀκούσουμε τό Ντυνάμεο», ἔλεγαν οἱ γιαγιάδες καί οἱ μητέρες στά παιδιά κι ἀνάμεσά τους οἱ γειτόνισσες καί ξεκινούσανε γιά τήν ἐκκλησιά. Καί φτάνοντας ἐκεῖ, ἀνάβανε κεριά, φιλούσανε τά εἰκονίσματα κι ἀκούγανε τούς ψαλμούς, πού διάβαζε ὁ παπάς:
«Ἐλέησόν με ὁ Θεός, ἐλέησόν με… πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις…»
Ὡστόσο φτάνανε ἀπό τά χωράφια καί οἱ ἄντρες, οἱ σκαφτιάδες καί οἱ ζευγολάτες. Τ’ ἀμπελοσκάματα καί οἱ καλλουργιές πέφτανε πάντα Σαρακοστή καί οἱ παπποῦδες μας λείπανε στά χωράφια. Μά κάθε ἀργά, ὅταν χτυπούσανε τά σπερνά, σχολάγανε, σηκώνανε τά τσαπιά στόν ὦμο καί φτάνανε ἴσια στήν ἐκκλησία.

Ἀφήνανε τά σύνεργα τῆς δουλειᾶς τους ἔξω στήν πόρτα καί μπαίνοντας μέσα χτυπούσανε τά σκονισμένα στιβάνια τους στίς πλάκες καί βγάζανε τά κεφαλομάντηλα (σαρίκια). Ὡστόσο ὁ παπάς προχωροῦσε στήν ψαλτική του κι ἔδινε τό σύνθημα: «Κύριε τῶν Δυνάμεων μεθ’ἡμῶν γενοῦ…».

Καί τότε τά «κυπαρίσσια» κι οἱ «μηλιές» τῆς Κρήτης… πέφτανε κάτω κι ἀρχίζανε τίς μετάνοιές τους· οἱ γιαγιάδες, οἱ παπποῦδες, οἱ λεβεντονιοί κι οἱ κόρες διπλώνανε τά κορμιά κι ἀγγίζανε τό χῶμα, σταυροκοπιούντανε καί μερικοί σιγομουρμουρίζανε μαζί μέ τόν ψάλτη τό ὄμορφο τροπάρι: «Ἄλλον γάρ ἐκτός Σου βοηθόν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν, Κύριε…».

Μπροστά τά παιδιά, οἱ ἄντρες στή μέση καί πίσω στήν ἐκκλησιά οἱ γυναῖκες κάνανε ἕνα δάσος, πού τό φυσοῦσε ὁ ἄνεμος τῆς πίστης κι ἀνεβοκατέβαζε τίς κορυφές του πάνω ψηλά στόν οὐρανό καί κάτω χαμηλά στή γῆ. Ἀληθινά ἦταν ἐξαίσιο καί συγκινητικό τό θέαμα ἔτσι πού ἀκανόνιστα, χωρίς ρυθμό, ἄλλοι γονατίζανε κι ἄλλοι ὑψώνανε τά κορμιά τους. Κι ἐκεῖνες οἱ μακρόσυρτες γονατιστές μετάνοιες, πού κάνανε μερικοί, θαρρεῖς, πώς τεντώνανε τά κορμιά, γιά νά τά μεγαλώσουνε καί νά τ’ ἀγγίξουνε στόν οὐρανό. Μοῦ φαίνεται, πώς τό ἐξαίσιο μάτι τοῦ μεγάλου Κρητικοῦ μας ζωγράφου, Ἐλ Γκρέκο, κάτι θά πῆρε ἀπ’ αὐτές τίς μακρόσυρτες μετάνοιες, γιά νά τό βάλει στά τεντωμένα κι ἐξαϋλωμένα κορμιά τῆς ἀθάνατης τέχνης του.

Ὁ ἄνεμος τῆς πίστης ἀνεβοκατέβαζε τά δεντρά-κορμιά μέσα στούς θόλους τῆς ἐκκλησιᾶς κι ὁ Χριστός ψηλά ἀπό τό εἰκονοστάσι ἔσκυβε κι Ἐκεῖνος κι ἔπαιρνε τούς καρπούς τους, τίς ὄμορφες καρδιές τους. Τό βράδυ σάν γυρίζανε στό σπίτι καί πηγαίνανε νά κοιμηθοῦνε, κάνανε πάλι τίς μετάνοιές τους. Τό καντήλι θαμπόφεγγε μπροστά στό εἰκόνισμα, οἱ μητέρες ἀβιζέρνανε καί τά παιδιά μετρούσανε τίς μετάνοιές τους, σαράντα-ἑξήντα-ἑκατό καί χτυπούσανε τό κεφάλι στόν ὀντά, γιά νά τ’ ἀκούσουνε ἀπό κάτω καί νά βεβαιωθοῦνε οἱ γέροι…

 

Ἀπό τό βιβλίου τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου Κισσάμου καί Σελίνου κυροῦ Εἰρηναίου, Ὁ Χριστός σημάδεψε την Κρήτη.



Κέντρο Προτιμήσεων Απορρήτου

Necessary

Advertising

Analytics

Other

Για να σας εξασφαλίσουμε μια κορυφαία εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies στον ιστότοπό μας. Κάντε κλικ στην επιλογή "Αποδοχή" για να συνεχίσετε ή "Ρυθμίσεις απορρήτου" για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των cookies ή να επιλέξετε ποια θα αποδεχθείτε.

Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε κάποιον ιστότοπο, μπορεί να αποθηκεύσει ή να ανακτήσει πληροφορίες στο πρόγραμμα περιήγησής σας, κυρίως με τη μορφή cookie. Ελέγξτε τις προσωπικές σας υπηρεσίες cookie εδώ.

Αυτά τα cookies είναι απαραίτητα για να λειτουργήσει ο ιστότοπος και δεν μπορεί να απενεργοποιηθεί στα συστήματά μας.


Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες